- οξυαιμοσφαιρίνη
- η(βιοχ.) η ανοιχτοκόκκινη αναπνευστική χρωστική τών ερυθρών αιμοσφαιρίων που σχηματίζεται από τον ασταθή αμφίδρομο δεσμό τής αιμοσφαιρίνης με οξυγόνο στους πνεύμονες ή στα βράγχια, αποτελεί δηλ. την οξυγονωμένη κατάσταση τής αιμοσφαιρίνης, αλλ. οξυαιμογλοβίνη.
Dictionary of Greek. 2013.